- ἐπευδοκῶ
- ἐπευδοκέωapprovepres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐπευδοκέωapprovepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επευδοκώ — ἐπευδοκῶ, έω (Α) συγκατανεύω … Dictionary of Greek
συνεπευδοκώ — έω, ΜΑ συγκατανεύω, συναινώ και εγώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπευδοκῶ «συγκατανεύω»] … Dictionary of Greek